- ἐρήμης
- ἐρή̱μης , ἐρῆμοςdesolatefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
CAICANDROS Insul. — CAICANDROS Insul. apud Arriavum in Nearchi navigatione, contra Persidem, Ι῎λας χῶρος, ἵνα λιμην` πρὸνήσου σμικρῆςκαὶ έρήμης γίνεται. οὔνομα τῇ νήσῳ Κα̈ίκανδρος: in sinu Persico, Persidi adiacet; deserta, 50. mill. pass. e qua Occidentem versus… … Hofmann J. Lexicon universale
PHILOS — Insul. contra Persidem non procul a Casandra. Plin. l. 6. c. 25. Baudrando Insul. sinus Persici, prope Persidem. Scribitur etiam Phylos. Salmas. legi vult Ilas, quam Arrianus in Nearchi navigatione contra Persidem memorat, Ἴλας χῶρος ἵνα λιμὴν… … Hofmann J. Lexicon universale
SERES — populi Aethiopiae interioris ad Ortum inter Blemyas: et Orosio teste, populi Indiae citerioris inter Indum et Hydaspen. Sunt et Seres populi Asiae ad Ortum extremi, ultra Sinas, omnium mitissimi, iustitiaeque amantissimi, inter Sinas ad Austrum,… … Hofmann J. Lexicon universale
Σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του … Dictionary of Greek
επιβολή — η (AM ἐπιβολή) [επιβάλλω] νεοελλ. 1. καθορισμός, εξαναγκασμός («επιβολή φόρων») 2. αποκατάσταση τής τάξης 3. επίδραση ενός προσώπου σε άλλα, μεγαλοπρεπής εμφάνιση αρχ. μσν. 1. φόρος 2. διαίσθηση, αντίληψη 3. γνώση αρχ. μσν. παραχώρηση έρημης γης … Dictionary of Greek
ερημοπολίτης — ἐρημοπολίτης, ὁ (Μ) 1. ο πολίτης, ο κάτοικος τής ερήμου, ερημίτης 2. ο πολίτης έρημης ή κατεστραμμένης πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + πολίτης] … Dictionary of Greek
σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του … Dictionary of Greek
Αιγίλεια ή Αιγιλία — Αρχαία ονομασία μιας έρημης νησίδας του Ευβοϊκού κόλπου που βρίσκεται ανοιχτά της ακτής του Μαραθώνα, απέναντι από την πόλη Στύρα. Η σημερινή της ονομασία είναι Στούρα ή Στουρονήσι ή Μεγαλόνησος. Ο Ηρόδοτος (την ονομάζει «νήσον Στυρέων») αναφέρει … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek